guérilla - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

guérilla - translation to Αγγλικά


guérilla         
n. guerrilla, guerrilla warfare; soldier who engages in irregular warfare (usually a member of a loosely organized band of soldiers which utilizes hit-and-run methods to fight the enemy)
guerre d'embuscade      
n. guerrilla war
Vietcong      
Vietcong, Communist guerrilla fighters of South Vietnam during the Vietnam War

Βικιπαίδεια

Guérilla
La guérilla (espagnol : guerrilla ) est un terme emprunté à l'espagnol utilisé pour décrire des combats d'unités mobiles et flexibles pratiquant une guerre de harcèlement, d'embuscades, de coups de main menée par des unités irrégulières ou des troupes de partisans, sans ligne de front.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για guérilla
1. Guérilla urbaine Une véritable guérilla urbaine, pour les journaux.
2. La mobilisation internationale pour les otages a isolé la guérilla.
3. Pour l‘investiture d‘Alvaro Uribe, le pays craint la guérilla.
4. Et comme la guérilla n‘utilise plus de téléphone...
5. Mohamed ElBaradei est pris dans une guérilla diplomatique.